ὀρχηστήρ

ὀρχηστήρ
ὀρχ-ηστήρ, ῆρος, , = sq.,
A

κοῦροι ὀρχηστῆρες Il.18.494

, cf. Hes.Fr.198.3 ;

ὀρχηστῆρες Ἐνυοῦς Nonn.D.28.275

; ὀρχηστὴρ πολέμοιο, i.e. warrior, ib.304 ; of fishes taken out of the water, Opp.C.1.61.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ορχηστήρ — ὀρχηστήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. ορχηστής 2. ψάρι που σπαρταρά 3. φρ. «ὀρχηστὴρ πολέμοιο» πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρχησ τού ὀρχοῦμαι + επίθημα τήρ (πρβλ. μνησ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ὀρχηστήρ — warrior masc nom sg ὀρχηστής dancer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχηστῆρα — ὀρχηστήρ warrior masc acc sg ὀρχηστής dancer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχηστῆρας — ὀρχηστήρ warrior masc acc pl ὀρχηστής dancer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχηστῆρες — ὀρχηστήρ warrior masc nom/voc pl ὀρχηστής dancer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχηστῆρι — ὀρχηστήρ warrior masc dat sg ὀρχηστής dancer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχηστῆρος — ὀρχηστήρ warrior masc gen sg ὀρχηστής dancer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορχηστήριον — ὀρχηστήριον, τὸ [ορχηστήρ] (Μ) τόπος όπου χορεύουν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”